- φυκιόεις
- φῡκῐόεις, εσσα, εν,A full of seaweed, weed-strewn,
θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693
;ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14
, cf. 21.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693
;ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14
, cf. 21.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] … Dictionary of Greek
φυκιοέσσας — φῡκιοέσσᾱς , φυκιόεις full of seaweed fem acc pl φῡκιοέσσᾱς , φυκιόεις full of seaweed fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεν — φῡκιόεν , φυκιόεις full of seaweed masc voc sg φῡκιόεν , φυκιόεις full of seaweed neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεντα — φῡκιόεντα , φυκιόεις full of seaweed neut nom/voc/acc pl φῡκιόεντα , φυκιόεις full of seaweed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιώδης — ῶδες, Α [φυκίον / φύκιον] καλυμμένος με φύκη, φυκιόεις* … Dictionary of Greek
φυκιόεντας — φῡκιόεντας , φυκιόεις full of seaweed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεντι — φῡκιόεντι , φυκιόεις full of seaweed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεσσαν — φῡκιόεσσαν , φυκιόεις full of seaweed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)